δαιμόνισμα

δαιμόνισμα
το [δαιμονίζω]
1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον
2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος
3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαιμόνισμα — το το πείραγμα, η εξόργιση: Δεν άντεξε στο δαιμόνισμα και του επιτέθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαγρίωση — η 1. η μεταβολή από την ήμερη κατάσταση στην άγρια, αποθηρίωση. 2. μτφ., εξοργισμός, εξόργιση, το δαιμόνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”